- θαρρετός
- η , ό1) смелый, отважный, дерзкий; 2) быстрый, проворный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θαρρετός — και θαρρευτός, ή, ό [Μ θαρρετός, ή, ό(ν)] [θαρρώ] 1. αυτός που έχει θάρρος, θαρραλέος, τολμηρός 2. ενθαρρυντικός («θαρρετό σημάδι», Φαλιέρ.) νεοελλ. 1. θρασύς, αναιδής, αυθάδης («σαν πολύ θαρρετός είναι αυτός και δεν μού αρέσει») 2. ταχύς,… … Dictionary of Greek
θαρρετός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει θάρρος, ο θαρραλέος: Μίλησε θαρρετά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αθάρρετος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει θάρρος, άτολμος, δειλός 2. απρόσμενος, απροσδόκητος «τόν βρήκε αθάρρετο κακό» 3. επιρρ. αθάρρετα και αναθάρρετα άτολμα, απροσδόκητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + θαρρετός < θαρρώ. ΠΑΡ. αθαρρεσιά] … Dictionary of Greek
αμούδιαστος — η, ο [μουδιάζω] 1. αυτός που δεν μούδιασε 2. αυτός που δεν διστάζει, δεν δειλιάζει, ο θαρρετός … Dictionary of Greek
θαρρευτικός — ή, ό [θαρρευτός] θαρρετός … Dictionary of Greek
θαρρευτός — ή, ό [θαρρεύω] θαρρετός … Dictionary of Greek